- χειροσίδηρον
- χειρο-σίδηρον, τό, Eisenhand, eine Art Haken
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειροσιδήριον — και χειροσίδηρον, τὸ, Α όπλο ναυμαχίας, αρπάγη που χρησιμοποιούσαν εναντίον εχθρικού πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + σιδήριον «σιδερένιο τμήμα εργαλείου, κάθε εργαλείο, όργανο ή όπλο από σίδηρο»] … Dictionary of Greek